φάκινον

φάκινον
φάκινος
made of lentils
masc acc sg
φάκινος
made of lentils
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ράκινος — ίνη, ον, Α [ῥάκος] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος ή που αποτελείται από κουρέλια («καταπέτασμα τῆς τραπέζης ῥάκινον», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το φάκινον ουσία που χρησιμοποιούνταν από τους αλχημιστές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”